όλβιστος

όλβιστος
ὄλβιστος, -ίστη, -ον (Α)
1. πλουσιότατος
2. ευτυχέστατος τ. υπερθ. τού όλβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. υπερθ. τού επιθ. ὄλβιος που έχει σχηματιστεί πιθ. κατά το μακάριστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”